- πονηρῇ
- πονηρόςoppressed by toilsfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονηρή — πονηρός oppressed by toils fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
ακροβατισμός — ο 1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία 2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια 3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. ισμός] … Dictionary of Greek
γραΐδιο — το (AM γραΐδιον, Α και γρᾴδιον) [γραΐς] 1. γριούλα, μικροσκοπική γριά 2. πονηρή γριά, παλιόγρια … Dictionary of Greek
γυναικάκι — το 1. μικρόσωμη γυναίκα 2. πονηρή γυναίκα … Dictionary of Greek
διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] … Dictionary of Greek
δολομήτης — δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός 2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» δόλια απάτη … Dictionary of Greek
κολομπίνα — (Colombina). Θεατρικός τύπος, ένα από τα πρόσωπα της Κομέντια ντελ’ άρτε, που μετέπειτα υιοθετήθηκε από το γαλλικό θεάτρο και την παντομίμα. Πρωτοεμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 16ου αι. και το όνομά της σημαίνει μικρόπεριστέρι στα ιταλικά. Αρχικά … Dictionary of Greek
κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) … Dictionary of Greek